- ἀνεῖπεν
- ἀνεῖπενἀνειπεῖνaor ind act 3rd sg (epic ionic )ἀνειπεῖνaor ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀνεῖπεν — ἀνειπεῖν aor ind act 3rd sg (epic ionic) ἀνειπεῖν aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανείπον — ἀνεῑπον (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. του αναγορεύω*) 1. αναγορεύω*, ανακηρύσσω «κᾱρυξ ἀνέειπέ νιν» ο κήρυκας τον αναγόρευσε νικητή (Πίνδ.) 2. διακηρύσσω, προαναγγέλλω «τῷ ἀπειθοῡντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῑπεν» διακήρυξε τι περιμένει όποιον… … Dictionary of Greek